- τορβάς
- ο, Νβλ. ντορβάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τορβάς — ο ντορβάς, ο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαμάλα — και ζαμάρα, ἡ (Μ) 1. αγελάδα 2. τορβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από το ουσ. δαμάλα] … Dictionary of Greek
ντορβάς — και ντουρβάς και τορβάς και τουρβάς, ο 1. είδος μικρού σάκου που κρεμιέται με λουρί από τον ώμο, σακίδιο, πήρα («σένα σού πρέπει, αφέντη μου, ντορβάς», δημ. τραγούδι) 2. μικρός σάκος γεμάτος με ζωοτροφή που δένεται κατάλληλα στον λαιμό του ζώου… … Dictionary of Greek
torbă — TÓRBĂ s.f. v. tolbă. Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 TÓRBĂ s. v. desagă, traistă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime TÓRB//Ă torbăe f. pop. 1) Săculeţ de pânză de diferite mărimi, folosit, mai ales, pentru merinde … Dicționar Român
ντορβάς — ντορβάς, ο και τορβάς, ο (λ. τουρκ.), μικρός σάκος συνήθ. τρίχινος, σακίδιο, αλλ. ταγάρι, οδοιπορικό σακί: Σένα σου πρέπ αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρουβάς — ο βλ. τορβάς, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)